Ποίηση
Γυναίκες στο
παράθυρο…
Γράφει
η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη.
Τα φώτα απλόχερα
συγχρόνισεν η πόλη,
Τον
κάθιδρο να σαγηνέψει
συνωστισμό.
Μέρες που είναι,
Κι όλοι έσπευδαν
τα δώρα στα
ορφανά∙
Τον
απομόναχο στο γιορτινό
να φιλέψουν τραπέζι.
Μέρες που είναι,
Κανείς δεν λησμονούσε∙
Αίτηση
εθελοντισμού να κάνει,
Στην Ύπατη για
τους πρόσφυγες Αρμοστεία.
Μέρες που είναι,
Επιλήσμων
των υποχρεώσεων κανείς
δεν φαινόταν∙
Όλα τα ευαγγέλια
να εφαρμόσει.
Μέρες
είναι και γρήγορα
θα περάσουν,
Στους
ανάλγητους ρυθμούς να
επιστρέψουν…
Εν τω ψεύδει
η Κοινωνία τίκτεται,
Άτακτη ή ταξική∙
Με όρους προορίζεται
υπακοής,
Και των συμφωνιών
την τήρηση.
Τα
τελευταία δυο χιλιάδες
χρόνια,
Παρέκκλιναν
οι φάτνες∙
Κι από καταυλισμούς πλημμυρισμένους,
Σε
πολυκαταστήματα μετοίκησαν∙
Να
επαίρονται οι προύχοντες,
Για το τερπνόν
του ωφελίμου!
Στο
θυμιατό του ο
Άι Βασίλης,
Μεταρρυθμίσεις
χρυσοποίκιλτες∙
Τι κι αν
τ’ Ιουλιανού το
λάλον ύδωρ,
Εισχώρησε
στις ουλές∙
Στης coca-cola
η μεταλαβιά το
υγρό,
Απελευθέρωση
απομυζά της σχετικότητας.
Είναι που το
χάος,
Τις
προσωπικές εταιρείες βοηθά…
Με μάτια οι
δυο τους αινιγματικά,
Στο βύθος σκορπισμένα∙
Η Μία χαλί
στα πόδια της
Άλλης,
Σ’ ίδιους κι
οι δυο να
γυρνούν τόπους.
Γι’
ασπόνδυλους ονειρώξεις,
Τ’
αεροπλάνο π’ έσχιζε
τον αιθέρα∙
Και το κρύο
θρασύ ν’ αποδομεί
τα κύτταρα.
Κι ο δρόμος
είχε απορφανέψει,
Και τι να
γεμίσει την άναρχη
απουσία∙
Τα παχιά του
καπνού στρώματα,
Να
λοιδορούν ό,τι απολείπει∙
Κι η αμιλησιά
στην αυταπάτη να
καθίζει.
Κι ΕΚΕΙΝΟΣ να
τις κοιτά στην
πλάτη,
Να διώξει γρήγορα
την Άλλη∙
Της Μίας του
να διαφυλάξει τα
προνόμια.
Χαράζουν
οι γυναίκες στο
χνώτο,
Αυτό που έχασαν
κι αυτό που
θα χάσουν∙
Εικάζουν
οι γυναίκες στο
τζάμι,
Της
προδοσίας το βασανιστήριο.
Σταγόνες
το τσάι με
σπιρουλίνα,
Και τα γλυκά
να φιλεύουν στο
κουτί∙
Της
έλλειψης την ατμόσφαιρα.
Η Άλλη προλογίζει
ή η Μία,
Τις
Γυναίκες στο παράθυρο…